Με 4 ναυτιλιακές εταιρείες η οικογένεια Ιγγλέση
Από την μητρική ναυτιλιακή εταιρεία Samos Steamship, που συνίδρυσαν τα μέλη της Σαμιώτικης ναυτικής οικογένειας Ιγγλέση, τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί άλλες τρεις ναυτιλιακές εταιρείες.
Η Alberta Shipmanagement από τον Νικόλα Ιγγλέση, η J.H.I Steamship Co από τον Γιάννη Ιγγλέση και η Carlova Maritime από τον Άντονυ Ιγγλέση.
Η συνολική αξία των πλοίων και των τεσσάρων ναυτιλιακών εταιρειών υπερβαίνει τα 2,5 δισ. δολάρια.
Η εταιρεία Carlova Maritime, του Άντονυ Ιγγλέση πραγματοποίησε ήδη και την πρώτη της κίνηση ναυπήγησης νεότευκτου πλοίου, με παραγγελία για ένα VLCC στο Hanwha Ocean της Νότιας Κορέας.
Η εταιρεία, η οποία έχει έδρα την Αθήνα αποκάλυψε συμβόλαιο για τη ναυπήγηση ενός νεότευκτου VLCC, με την παράδοση να αναμένεται το τέταρτο τρίμηνο του 2027.
Η Carlova Maritime, έχει ήδη αναλάβει την εμπορική και τεχνική διαχείριση επτά πλοίων, πέντε δεξαμενόπλοια, συμπεριλαμβανομένου ενός VLCC, και δύο φορτηγών χύδην.
Η συμφωνία με την Hanwha σηματοδοτεί επίσης μια μετατόπιση από την μακροχρόνια προτίμηση της οικογένειας Ιγγλέση για στα Ιαπωνικά ναυπηγεία.
Ο Γιάννης Ιγγλέσης, έχει δημιουργήσει την εταιρεία J.H.I Steamship Co , που διαχειρίζεται σήμερα πέντε πλοία bulk carriers ( LONDON SPIRIT, KARLOVASI, PROTEUS,LIMNIONAS ,ORMOS ), ένα tanker (SAMOS ) και αναμένεται το newbuilding bulk carrier PERSEUS από τα ναυπηγεία Oshima τον Νοέμβριο του 2025, καθώς και ένα new building tanker ARION από τα ναυπηγεία Sumitomo,τον Ιανουάριο του 2026.
Επίσης δύο new building Capes, από τα ναυπηγεία JMU, θα παραληφθούν από την J.H.I Steamship Co στο τέλος του 2026.
Ο Νικόλας Ιγγλέσης, ίδρυσε και διευθύνει την ναυτιλιακή εταιρεία Alberta Shipmanagement, η οποία, εμφανίζει δυναμική και συνεχώς αυξανόμενη παρουσία στην ελληνική ναυτιλία.
Σύμφωνα με την έρευνα της Naftiliakis – Newsfront, η εταιρεία του Νικόλα Ιγγλέση, το έτος 2022 εισήλθε στον πίνακα με τις μεγαλύτερες ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες, καταλαμβάνοντας στην 73η θέση (από τις 76 μεγαλύτερες σε χωρητικότητα dwt εταιρείες) με 15 πλοία συνολικής χωρητικότητας 1.126.281 dwt, ενώ το 2023, αναρριχήθηκε στην 55η θέση,( σε 78 εταιρείες) με 18 πλοία – 11 δεξαμενόπλοια και 7 φορτηγά πλοία, συνολικής χωρητικότητας 1.730.103 dwt.
Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι η εταιρεία του Νικόλα Ιγγλέση ναυπήγησε άλλα τέσσερα πλοία, τα οποία θα παραδόθηκαν από τον ένατο μήνα του 2024 έως τον πέμπτο μήνα του 2025.
Πρόκειται για ένα πλοίο Aframax, 115.000 dwt, που ναυπηγήθηκε στο ναυπηγείο Sumitomo, για ένα πλοίο Handymax, 42.000 dwt, που ναυπηγήθηκε στο ναυπηγείο Oshima και 2 Suezmax, 158.600 dwt, που ναυπηγήθηκαν στο ναυπηγείο NSY JMU.
Με άλλα λόγια η εταιρεία ναυπήγησε τέσσερα πλοία συνολικής χωρητικότητας 473.000 dwt, που προστέθηκαν στον στόλο και η χωρητικότητα διαμορφώθηκε στα 2.203.103 dwt.
Αυτή η προσθήκη στην χωρητικότητα έδωσε τη δυνατότητα στην εταιρεία να ανέλθει στην 49η θέση το 2024 με τις μεγαλύτερες ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες.
Υπενθυμίζεται ότι οΝικόλας Ιγγλέσης μαζί με τις κόρες του, Ισμήνη και Αλεξία, το έτος 2019 αποχώρησαν από την Samos Steamship, που συνίδρυσε με τα ξαδέρφια του, Σταμάτη Ιππ. Ιγγλέση και Αντώνη Δ. Ιγγλέση, και δημιούργησε την Alberta Shipmanagement. Επισημαίνεται ότι η εταιρεία ξεκίνησε με τη διαχείριση επτά πλοίων: τεσσάρων τάνκερ και τριών φορτηγών πλοίων ξηρού φορτίου.
Στη Samos Steamship παρέμειναν το έτος αυτό, ο Αντώνης Δ. Ιγγλέσης και ο Γιάννης Ιππ. Ιγγλέσης, συνεχίζοντας τη διαχείριση της που ιδρύθηκε το 1991, όταν η οικογένεια αποφάσισε να αυτονομηθεί από την εταιρεία Pegasus.
Στην Samos Steamship Co, διευκρινίζεται ότι ο Γιάννης Ιγγλέσης παραμένει President και Director, ενώ η Samos Steamship Co συνεχίζει την λειτουργία της με την ίδια δομή και τους ίδιους principals.
Τον περασμένο μήνα Ιούλιο του τρέχοντος έτους, το Forbes δημοσίευσε τον πίνακα με τους «50 μεγαλύτερους Έλληνες εφοπλιστές», όσον αφορά την αξία των πλοίων τους, που επεξεργάστηκε η VesselsValue.
Σύμφωνα με τον πίνακα αυτό, στην 23η θέση βρίσκονταν η ναυτιλιακή εταιρεία Samos Steamship, των Αντώνη Δ. Ιγγλέση και Γιάννη Ιππ. Ιγγλέση, με 23 πλοία και αξία στόλου 1.363,6 δισ. δολάρια.
Στην ανάλυση αναφέρονταν τα εξής:
«Η οικογένεια Ιγγλέση κατάγεται από τη Σάµο και η ενασχόλησή της µε τα ναυτιλιακά µετρά σχεδόν 140 χρόνια. Στα µέσα της δεκαετίας 1990 η ναυτιλιακή εστιάζει στην εξαγορά και διαχείριση πλοίων τύπου OBO (Ore/Bulk/Oil), που έχουν τη δυνατότητα να µεταφέρουν µεταλλεύµατα, χύδην φορτία και πετρέλαιο. Ακολούθησε η επέκτασή της στα µεγάλης χωρητικότητας δεξαµενόπλοια και φορτηγά πλοία, ενώ το 2004 στράφηκε και στα LPG carriers. Την εταιρεία διαχειρίζονται τα ξαδέλφια Αντώνης Δ. Ιγγλέσης και Γιάννης Ιππ. Ιγγλέσης. Η εταιρεία έχει µεγάλη κοινωνική δράση στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου».
Επίσης, στην 34η θέση του πίνακα του Forbes, βρίσκονταν η ναυτιλιακή εταιρεία Alberta Shipmanagement, του Νικόλα Ιγγλέση, με 24 πλοία και συνολική αξία στόλου 1.061,0 δολάρια.
Στην ανάλυση του Forbes, αναφέρονταν για την εταιρεία του Νικόλα Ιγγλέση:
«Αν και ιδρύθηκε µόλις το 2019 από τον Νικόλα Ιγγλέση και τις κόρες του, Ισµήνη και Αλεξία, η Alberta Shipmanagement εµφανίζει έντονη δυναµική. Οι δύο κόρες του Νικόλα Ιγγλέση αποτελούν την πέµπτη γενιά της οικογένειας, που κατάγεται από τη Σάµο και µετρά 148 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στη ναυτιλιακή βιοµηχανία. Μετά την αποχώρησή τους από την οικογενειακή επιχείρηση Samos Steamship για να χαράξουν τη δική τους πορεία στον κλάδο, ξεκίνησαν µε “προίκα” τέσσερα δεξαµενόπλοια και τρία πλοία ξηρού φορτίου. Μέσα σε πέντε χρόνια ο στόλος της Alberta Shipmanagement αυξήθηκε σε 22 πλοία και βρίσκεται στη λίστα µε τις σηµαντικότερες ελληνικές ναυτιλιακές επιχειρήσεις».
Η ναυτική ιστορία της οικογένειας Ιγγλέση
Η πλούσια ναυτιλιακή ιστορία της οικογένειας Ιγγλέση ξεκινάει το 1875. Από τότε η οικογένεια διαθέτει “αποδεδειγμένο ιστορικό υλικό στη ναυτιλιακή βιομηχανία”.
Ο Δημήτριος Ιγγλέσης, άρχισε τις επιχειρηματικές δραστηριότητες στο νησί της Σάμου, εμπορεύοντας αγαθά που μεταφέρονται με τα ιστιοφόρα του.
Δέκα χρόνια μετά, το 1885, επεκτάθηκε η οικογενειακή επιχείρηση, δημιουργώντας ένα οινοποιείο στο Μεσαίο Καρλόβασι που παράγει γλυκό κρασί Σάμου, το οποίο στη συνέχεια εξάγεται στη Γαλλία.
Το 1890, δηλαδή μετά από πέντε χρόνια από την ίδρυση του οινοποιείου, έφτιαξε ένα εργοστάσιο δέρματος στην παραλία του Καρλοβάσου.
Το 1900, ο Δημήτρης Ιγγλέσης, προκειμένου να εξυπηρετήσει την αναπτυσσόμενη επιχείρηση κρασιού, άνοιξε γραφείο στη Μασσαλία, το οποίο διαχειρίζεται όλες τις εξαγωγές στη Γαλλία.
Το επόμενο έτος, 1911, ανέλαβαν την επιχείρηση τα παιδιά του Δημητρίου Ιγγλέση: Σταμάτης, Ιωάννης, Νικόλαος, Σωκράτης και Ηρακλής.
Η δεύτερη γενιά της οικογένειας Ιγγλέση ανέλαβε τα ηνία, δημιουργώντας την πρώτη επίσημη ναυτιλιακή εταιρεία της. Για να αποτίσουν φόρο τιμής στον ιδρυτή της οικογενειακής επιχείρησης, οι γιοι του ονομάζουν την εταιρεία τους D. Inglessis Fils και το πρώτο τους ατμόπλοιο της εταιρείας “Dimitrios”. Τα επιβατηγά πλοία διευθύνονται από το γραφείο τους στη Σμύρνη.
Το 1914, τα πέντε αδέρφια Ιγγλέση, άδραξαν μια ευκαιρία για την επέκταση της εταιρείας και στην εμπορία καπνού. Η ευκαιρία δόθηκε όταν έγινε το εμπάργκο του τουρκικού καπνού από τις ΗΠΑ και τους Συμμάχους τους κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι ξεκίνησε μια κερδοφόρος επιχείρηση παραγωγής καπνού και τσιγάρων.
Το 1918, η εταιρεία Ιγγλέση επεκτάθηκε στα φορτηγά και στα επιβατηγά πλοία και συνέβαλε σημαντικά στο εμπόριο μεταξύ Ιταλίας, Πειραιά και ελληνικών νησιών. Από το επόμενο έτος, 1919, τα επιβατηγά πλοία πέρασαν στη διαχείριση του γραφείου στη Σμύρνη, η οποία ήταν, τότε, υπό ελληνική κυριαρχία.
Το 1920, αγοράστηκε το πρώτο επιβατηγό πλοίο, που ονομάστηκε «Alberta». Από το 1921 και κυρίως μετά την καταστροφή της Σμύρνης, η οικογένεια Ιγγλέση προσφέρεται να μεταφέρει μεγάλο αριθμό Ελλήνων προσφύγων από τη Σμύρνη στον Πειραιά με το πλοίο μεταφοράς χύδην φορτίου της, “Demetrios Inglessis”.
Η οικογένεια Ιγγλέση, το έτος 1938, αποφάσισε να μεταφέρει το οινοποιείο από τη Σάμο στα Βαλιμίτικα της Πελοποννήσου.
Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ο στόλος της οικογένειας Ιγγλέση, στο σύνολο του καταστράφηκε.
Σταδιακά αναλαμβάνει η τρίτη γενιά της οικογένειας Ιγγλέση, η οποία με επίμονο ζήλο, άρχισε την ανοικοδόμηση του στόλου μέσω της αγοράς δεξαμενόπλοιων Liberty και T2 από τις ΗΠΑ.
Το πρώτο πλοίο ονομάστηκε “Δημήτριος Ιγγλέσης” και το δεύτερο ήταν Liberty, ένα από τα 100 “ευλογημένα πλοία”, πήρε το όνομα “Σάμος”.
Η έδρα της εταιρείας μεταφέρθηκε στον Πειραιά και διαχειρίζονταν τα πλοία της μέσω της εταιρείας “Δ. Ιγγλέσης και Υιοί”.
Το 1954, τα αδέρφια Ιγγλέση, εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο και ίδρυσαν την εταιρεία Frinton Shipbrokers Ltd η οποία επεκτάθηκε με πλοία Liberty.
Το έτος 1963, η οικογένεια Ιγγλέση πήρε μια πρωτοποριακή απόφαση για εκείνη την εποχή.
Ένωσε τις ναυτιλιακές της δυνάμεις με άλλες παραδοσιακές ελληνικές ναυτιλιακές οικογένειες και σχημάτισαν την «Pegasus Ocean Services» στο Λονδίνο και την «Pleiades Shipping Services» στον Πειραιά.
Η Pegasus είχε έδρα το Λονδίνο και μετόχους τις οικογένειες των Μιχάλη Περατικού, Ανδρέα Ανδριανόπουλου, Δημητρίου Ν. Ιγγλέση, Δημητρίου Σ. Ιγγλέση, Γεώργιου Ν. Ιγγλέση, Ιπποκράτη Στ. Ιγγλέση, Αντώνη Αγγελικούση και Νίκου Ευθυμίου.
Στις δεκαετίες 1960 – 1970, η εταιρεία γνώρισε μεγάλη άνθηση, δεδομένου ότι μεγάλωσε ο στόλος μέσω της αγοράς 40 νέων πολλαπλών χρήσεων και μεγάλων πλοίων μεταφοράς χύδην φορτίου από ιαπωνικά ναυπηγεία.
Το 1972, η εταιρεία διεύρυνε τη συνεργασία της με ποιοτικά ναυπηγεία, αρχίζει συνεργασία με το ναυπηγείο B&W που οδηγεί σε πολλά συμβόλαια νεότευκτων πλοίων.
Από τις αρχές του 1981, μπαίνει σταδιακά η τέταρτη γενιά Ιγγλέση στη καθημερινή διαχείριση των πλοίων της «Pegasus Shipping Services».
Το 1988, αγοράστηκε το πρώτο δεξαμενόπλοιο LR1 «Obelix», το οποίο ακολουθείται γρήγορα από έναν αριθμό VLCC.
Η μεγάλη απόφαση λαμβάνεται το 1991.
Τότε, τα μέλη της οικογένειας Ιγγλέση αποφάσισαν να αποχωρήσουν από την Pegasus και τις Pleiades και ίδρυσαν τη «Samos Steamship» στην Αθήνα και την «Alberta Shipbrokers» στο Λονδίνο.
Η εταιρεία ειδικεύτηκε στη διαχείριση OBO, τα οποία στη συνέχεια μετατρέπονται για να μπορούν να μεταφέρουν καθαρά προϊόντα καθώς και χύδην φορτίο.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’90 αγοράστηκαν μεγάλης χωρητικότητας δεξαμενόπλοια και φορτηγά ξεκινώντας με ένα φορτηγό πλοίο 210.000 τόνων.
Το 2004 η εταιρεία επεκτάθηκε στα πλοία μεταφοράς φυσικού αερίου και αυτό έγινε μέσω της εξαγοράς του πλοίου «Sweet Dream», ενώ έγινε παραγγελία σε ναυπηγείο δύο νεότευκτων πλοίων.
Επισημαίνεται ότι από το 2001 έως το 2018, η εταιρεία ναυπήγησε 35 πλοία σε ιαπωνικά ναυπηγεία, ενώ αγόρασε από “δεύτερο χέρι” σημαντικό αριθμό πλοίων.
Content Original Link:
" target="_blank">